- συγγέωργος
- συγγέωργ-ος, ὁ,A fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγέωργος — ὁ, Α 1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους 2. στον πληθ. οί συγγέωργοι μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεωργός] … Dictionary of Greek
ξυγγέωργος — συγγέωργος , συγγέωργος fellow labourer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγεωργώ — έω, Α [συγγέωργος] 1. είμαι συγγέωργος* 2. (μτβ.) βοηθώ στην καλλιέργεια … Dictionary of Greek
ξυγγεώργους — συγγεώργους , συγγέωργος fellow labourer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)